- Ἐλαφιαίᾳ
- Ἐλαφιαίᾱͅ , Ἐλαφίαιοςfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαφιαία — ἐλαφιαία, η (Α) επωνυμία τής Αρτέμιδος στην Ηλεία … Dictionary of Greek
Ἐλαφιαίαν — Ἐλαφιαίᾱν , Ἐλαφίαιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Elaphiaea — ELAPHIAEA, æ, Gr. Ἐλαφιαῖα, ας, ein Beynamen der Diana, unter welchem sie zu Eli mit verehret wurde. Sie hat denselben nach einigen, von Ἔλαφος, ein Hirsch, nach andern aber von ihrer ehemaligen Amme, Elaphion: jedoch wollen auch noch andere, daß … Gründliches mythologisches Lexikon
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek